- Σκυρόθεν
- Σκῦροςofindeclform (adverb)Σκυρόθενofindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σκυρόθεν — Α επίρρ. από την Σκύρο («ὡς ἂν μοι τὸν παῑδα θοῇ ἐνὶ νηὶ μελαίνῃ Σκυρόθεν ἐξαγάγοις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκῦρος + επιρρμ. κατάλ. θε(ν)*] … Dictionary of Greek